- ποντίνο
- και ποντίνι, το, Ντο προς τα δάχτυλα άκρο υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pontino].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική … Dictionary of Greek